- επιφημίζω
- ἐπιφημίζω (AM)μσν.επευφημώ, ζητωκραυγάζω2. διαδίδω φήμες3. ανακηρύσσω με βοήαρχ.1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.)2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω παῑδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», Ευρ.)3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) αποδίδω σε κάποιον την αιτία, ονομάζω κάποιον, κυρίως θεό, πρωταίτιο για κάτι («α. «ἐκάστη μοίρα θεὸν ἢ θεῶν παῑδα ἐπιφημίσαντες», Πλάτ.β. «θεοῑς... παῑδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)4. δίνω σε κάποιον όνομα παρανόμι5. (με επεξηγηματικό απρμφ.) προσδιορίζω («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῡ φύσεως», Πλάτ.)6. (με αιτ. και απρμφ.) ισχυρίζομαι, δηλώνω, αναφέρω («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῡν [τὴν ἔλαφον]», Πλούτ.)7. (στους πεζογράφους) αφιερώνω σε έναν θεό («τοὺς γενομένους τότε παῑδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φημίζω (< φήμη < φημί «λέγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.